μ. τῆς ἡμέρας Pl.Com.200
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανάκις — (Α) επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις] … Dictionary of Greek
μανάκις — seldom indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)